- ζωντόχηρος
- ζωντόχηρος, ο και ζωντοχήρος, ο θηλ. ζωντοχήραο χωρισμένος από τη γυναίκα του, η οποία βρίσκεται στη ζωή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζωντοχήρος — α, θηλ. και ζωντόχηρα χωρισμένος από τη γυναίκα του, διαζευγμένος από τη ζωντανή ακόμη γυναίκα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ζων (γεν. ζώντος) του ζω* + χήρος] … Dictionary of Greek
ζωντανοχωριστός — ή και ζωντανοχωρισμένος, η χωρισμένος ζωντανός, διαζευγμένος (ή διαζευγμένη) από την (ή τον) σύζυγο του (της) που ζει ακόμη, ζωντοχήρος, ζωντοχήρα … Dictionary of Greek